κυστικός: Difference between revisions
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(22) |
(No difference)
|
Revision as of 06:42, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χοληδόχο ή στην ουροδόχο κύστη (α. «κυστική αρτηρία» β. «κυστικός πόρος» γ. «κυστικό πλέγμα»)
2. ιατρ. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με την παρουσία ή με τον σχηματισμό κύστεων («κυστική ίνωση του παγκρέατος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystique < γαλλ. cyste < κύστις + κατάλ. -ique. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].