κτισματουργός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(22) |
(No difference)
|
Revision as of 06:42, 29 September 2017
Greek Monolingual
κτισματουργός, ὁ (Μ)
ο δημιουργός τών κτισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, θαυματ-ουργός].