λαδρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_1)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαδρέω''': (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ [[μεγάλως]] ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.
|lstext='''λαδρέω''': (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ [[μεγάλως]] ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαδρέω]] (Α)<br />ρέω σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] και [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[λαδρέω]] <span style="color: red;"><</span> επιτατικό [[μόριο]] <i>λα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ρέω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαδρέω Medium diacritics: λαδρέω Low diacritics: λαδρέω Capitals: ΛΑΔΡΕΩ
Transliteration A: ladréō Transliteration B: ladreō Transliteration C: ladreo Beta Code: ladre/w

English (LSJ)

   A flow strongly, λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες Sophr.135.

Greek (Liddell-Scott)

λαδρέω: (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ μεγάλως ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.

Greek Monolingual

λαδρέω (Α)
ρέω σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. λαδρέω < επιτατικό μόριο λα- + ρέω].