μαζοπέπτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_19)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαζοπέπτης''': -ου, ὁ ὀπτῶν κριθίνους ἄρτους ἢ «[[ἀρτοκόπος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''μαζοπέπτης''': -ου, ὁ ὀπτῶν κριθίνους ἄρτους ἢ «[[ἀρτοκόπος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαζοπέπτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που ψήνει κριθαρένια ψωμιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μᾶζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πέπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέσσω]] «[[μαγειρεύω]]»)].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζοπέπτης Medium diacritics: μαζοπέπτης Low diacritics: μαζοπέπτης Capitals: ΜΑΖΟΠΕΠΤΗΣ
Transliteration A: mazopéptēs Transliteration B: mazopeptēs Transliteration C: mazopeptis Beta Code: mazope/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A barley-bread baker, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαζοπέπτης: -ου, ὁ ὀπτῶν κριθίνους ἄρτους ἢ «ἀρτοκόπος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαζοπέπτης, ὁ (Α)
αυτός που ψήνει κριθαρένια ψωμιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -πέπτης (< πέσσω «μαγειρεύω»)].