μαγίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(6_3)
 
(23)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαγίστωρ''': «[[ἐπιστάτης]]· [[διδάσκαλος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''μαγίστωρ''': «[[ἐπιστάτης]]· [[διδάσκαλος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαγίστωρ]], ὁ (ΑM, Μ και [[μαΐστωρ]] και μαΐστορας)<br /><b>βλ.</b> [[μάγιστρος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:43, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μαγίστωρ: «ἐπιστάτης· διδάσκαλος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαγίστωρ, ὁ (ΑM, Μ και μαΐστωρ και μαΐστορας)
βλ. μάγιστρος.