μάγιστρος
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
Greek Monolingual
ο (AM μάγιστρος και μάγιστερ, -ερος και μαγίστωρ, Μ και μαΐστωρ και μαΐοτορας)
1. (στη Ρώμη) τίτλος ανώτατου δημόσιου υπαλλήλου·2. (στο Βυζάντιο) α) το ανώτατο αξίωμα της πολιτικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, το οποίο συχνά συνδυαζόταν και με άλλο αξίωμα («μάγιστρος και λογοθέτης του δρόμου»)
β) φρ. i) «μάγιστρος του κήνσου» — άρχοντας, θεματοφύλακας των αρχέτυπων συμβολαίων
ii) «μάγιστρος των οφφικίων» — άρχοντας των αυλικών στρατευμάτων
μσν.
1. έμπειρος τεχνίτης, κυρίως οικοδόμος ή ξυλουργός
2. (φρ. «μέγας μάγιστρος» ή «μέγας μα(γ)ίστωρ» ή «μέγας μαΐστορας» — ο διοικητής δυτικού μοναχικού τάγματος, κυρίως των Ιωαννιτών
μσν.-αρχ.
δάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. magister, -tri «άρχων, επιστάτης, προστάτης». Ο τ. μαγίστωρ < λατ. magister κατά τα αρσ. σε -τωρ].