λογούμαι: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(23) |
(No difference)
|
(Μ λογοῡμαι)
λογαριάζομαι, θεωρούμαι, νομίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λογίζομαι.