λόξις: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(6_9)
 
(23)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λόξις''': ἡ, [[λοξότης]], Ὤκελλος 2 ἐν τέλ.
|lstext='''λόξις''': ἡ, [[λοξότης]], Ὤκελλος 2 ἐν τέλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λόξις]], ἡ (Α) [[λοξός]]<br />[[λοξότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 06:43, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λόξις: ἡ, λοξότης, Ὤκελλος 2 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

λόξις, ἡ (Α) λοξός
λοξότητα.