λοξότητα

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

η (Α λοξότης, -ητος) λοξός
η ιδιότητα του λοξού, η πλάγια διεύθυνση («ἥ τε γὰρ λοξότης τῆς διαμέτρου ἧττον ἀπελέγχεται», Στράβ.)
νεοελλ.
1. ιδιοτροπία, παραξενιά, ανισορροπία
2. (φρ. αστρον. «η λοξότητα της εκλειπτικής» — η γωνία που σχηματίζεται από το επίπεδο της εκλειπτικής και από το επίπεδο του ισημερινού
αρχ.
(για λόγο ή χρησμό) ασάφεια.