λιμενῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(eksahir) |
(23) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[diosa del puerto]] | |esgtx=[[diosa del puerto]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=λιμενῑτις, -ίτιδος, ἡ [[λιμήν]]<br />([[επίκληση]] της Αρτέμιδος) η θεά του λιμανιού, η [[προστάτιδα]] του λιμανιού. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 47] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, φυκίς, Apollnds. 7 (VI, 105).
Spanish
Greek Monolingual
λιμενῑτις, -ίτιδος, ἡ λιμήν
(επίκληση της Αρτέμιδος) η θεά του λιμανιού, η προστάτιδα του λιμανιού.