λιπυρίας: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(23)
(No difference)

Revision as of 06:44, 29 September 2017

Greek Monolingual

λιπυρίας και λειπυρίας, ὁ (Α) λιπυρία
αυτός που πάσχει από λιπυρία.