μακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(6_12) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακτήρ''': ῆρος, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. ὑπὸ [[τρεῖς]] σημασίας: Ι. = κάρδοπος ([[μάκτρα]]). ΙΙ. = [[διφθέρα]]. ΙΙΙ. = ὀρχήσεως [[σχῆμα]] ([[μακτρισμός]]). | |lstext='''μακτήρ''': ῆρος, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. ὑπὸ [[τρεῖς]] σημασίας: Ι. = κάρδοπος ([[μάκτρα]]). ΙΙ. = [[διφθέρα]]. ΙΙΙ. = ὀρχήσεως [[σχῆμα]] ([[μακτρισμός]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[μάκτρα]]» <br />β) «[[διφθέρα]]» <br />γ) «[[μακτρισμός]], [[σχῆμα]] ὀρχήστρας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, expld. by Hsch. in three senses: I = μάκτρα. II = διφθέρα. III = μακτρισμός.
Greek (Liddell-Scott)
μακτήρ: ῆρος, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. ὑπὸ τρεῖς σημασίας: Ι. = κάρδοπος (μάκτρα). ΙΙ. = διφθέρα. ΙΙΙ. = ὀρχήσεως σχῆμα (μακτρισμός).
Greek Monolingual
μακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «μάκτρα»
β) «διφθέρα»
γ) «μακτρισμός, σχῆμα ὀρχήστρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τήρ].