μετασυγκριτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6_10) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετασυγκρῐτικός''': -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, [[διαφορητικός]], [[δύναμις]] Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ. | |lstext='''μετασυγκρῐτικός''': -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, [[διαφορητικός]], [[δύναμις]] Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετασυγκριτικός]], -ή, -όν (Α) [[μετασυγκρίνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μετασύγκριση]] ή αυτός που προκαλεί [[μετασύγκριση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μετασυγκριτικῶς</i> (Α)<br />με [[μετασύγκριση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μετασυγκρῐτικός: -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, διαφορητικός, δύναμις Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.
Greek Monolingual
μετασυγκριτικός, -ή, -όν (Α) μετασυγκρίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετασύγκριση ή αυτός που προκαλεί μετασύγκριση.
επίρρ...
μετασυγκριτικῶς (Α)
με μετασύγκριση.