μετασυγκρίνω

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασυγκρίνω Medium diacritics: μετασυγκρίνω Low diacritics: μετασυγκρίνω Capitals: ΜΕΤΑΣΥΓΚΡΙΝΩ
Transliteration A: metasynkrínō Transliteration B: metasynkrinō Transliteration C: metasygkrino Beta Code: metasugkri/nw

English (LSJ)

[ῑ], alter the state of the pores, a term of the Methodic school of medicine, Thessal. ap. Gal.10.250, Sor.2.28, Dsc.5.6, etc.: —hence substantive μετασύγκρισις, εως, ἡ, Id.3.35, Sor.2.16, Gal.10.268: Adj. μετασυγκριτικός, ή, όν, δύναμις Dsc.4.153, Sor.2.15, Gal.12.571. Adv. μετασυγκριτικῶς v.l. in Ps.-Dsc.2.166.

German (Pape)

[Seite 154] (s. κρίνω), den Körper in seiner innern Beschaffenheit umändern, indem man die verderbten Säfte durch die Poren abführt, Kunstausdruck der Aerzte aus der methodischen Schule. Vgl. μεταποροποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

μετασυγκρίνω: [ῑ], ἀφαιρῶ τοὺς κακοὺς χυμοὺς ἐκ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος διὰ τῶν πόρων τοῦ δέρματος, μεταχειρίζομαι φάρμακα διαφορητικά, τεχνικὸς ἰατρικ. ὅρος τῆς μεθοδικῆς σχολῆς, ἴδε Foës. Oec Hipp.· ὡσαύτως, μεταποροποιέω, Διοσκ. 4. 157.

Greek Monolingual

μετασυγκρίνω (Α)
(ως τεχνικός ιατρικός όρος της μεθοδικής σχολής)
μεταβάλλω το ανθρώπινο σώμα ή την εσωτερική σύστασή του αφαιρώντας τους νοσογόνους χυμούς διά μέσου τών πόρων του δέρματος με τη χρήση φυσικών ή φαρμακευτικών μέσων που προκαλούν εφίδρωση.