μηροκαυτώ: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(25)
(No difference)

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Greek Monolingual

μηροκαυτῶ, -έω (Α)
καίω μηρούς κατά τη διάρκεια θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -καυτῶ (< καυτός < καίω), πρβλ. ηλιο-καυτώ, ιερο-καυτώ].