τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
μηροκαυτῶ, -έω (Α)
καίω μηρούς κατά τη διάρκεια θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -καυτῶ (< καυτός < καίω), πρβλ. ηλιοκαυτώ, ιεροκαυτώ].