ἀκέντριστος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no aguijado]], [[no domeñado]] Hsch.η 295, <i>EM</i> 432.11G. | |dgtxt=-ον<br />[[no aguijado]], [[no domeñado]] Hsch.η 295, <i>EM</i> 432.11G. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέντριστος]], -ον) [[κεντρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] κεντρωμένος, ο [[αμπόλιαστος]] (αποδίδεται σε δέντρα)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, [[τρύπημα]] με αιχμηρό όργανο<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = foreg. 1, Hsch., EM432.11. -ρος, ον,
A stingless, κηφῆνες Pl.R.552c, 564b; without spur, of a cock, Clyt.1; without thorns, βάτος Ph.2.91. 2 not responding to the spur, of horses, Hippiatr.105: metaph., of style, pointless, Longin.21.2. II not occupying a cardinal point, Man. 5.108, Vett. Val.89.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.