ακουβάριαστος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:48, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι
«ακουβάριαστο μαλλί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω].