κουβαριάζω

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) κουβάρι
τυλίγω νήμα σε κουβάρι
νεοελλ.
1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.)
2. εξαπατώ κάποιον, τον τυλίγω
3. μέσ. κουβαριάζομαι
α) συσφίγγομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω, κυρίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά
β) πέφτω απότομα καταγής, σωριάζομαι.