αλκοολούχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(2)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ο
(για ποτά) αυτός που περιέχει αλκοόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλη + -ούχος < έχω, πρβλ. γαλλ. alcoolique].