αλογάριαστος: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:50, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος
3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
4. αυτός που δεν τακτοποίησε, δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. α- + λογαριαστός < λογαριάζω.