ασυλλόγιστος
From LSJ
Greek Monolingual
και ασυλλόγιαστος, -η, -ο (AM ἀσυλλόγιστος, -ον) συλλογίζομαι
1. αυτός που δεν είναι λογικός, ο παράλογος
2. ο απερίσκεπτος
νεοελλ.
αμέριμνος, ξένοιαστος
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό.
και ασυλλόγιαστος, -η, -ο (AM ἀσυλλόγιστος, -ον) συλλογίζομαι
1. αυτός που δεν είναι λογικός, ο παράλογος
2. ο απερίσκεπτος
νεοελλ.
αμέριμνος, ξένοιαστος
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό.