αμαξάδα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. διαδρομή επάνω σε άμαξα, περίπατος με άμαξα
2. (συνήθ. ως επίρρ.) επάνω σε άμαξα, με άμαξα
«πήγαμε κι ήρθαμε αμαξάδα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + παραγ. κατάλ. -άδα].