ἀμολγός: Difference between revisions

3
(big3_3)
(3)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> subst.<br /><b class="num">1</b> (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῷ [[en plena noche]], [[en la oscuridad de la noche]], <i>Il</i>.11.173, 15.324, 22.28, 317, <i>Od</i>.4.841, <i>h.Merc</i>.7, <i>h.Hom</i>.18.7<br /><b class="num">•</b>[[la oscuridad (de la noche)]] προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν A.<i>Fr</i>.103, δι' ἀμολγοῦ, νυκτὸς ἐν ἡσυχίαισιν Orph.<i>H</i>.34.12, cf. quizá <i>ICr</i>.2.19.7.10 (Falasarna, Creta IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>expl. de varias maneras por los comentaristas, τῷ μεσονυκτίῳ, ἤτοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, ἐν ᾗ ἀμέλγουσιν Hsch.s.u. ἀμολγῷ, ἢ τὸν τοῦ ἀμέλγειν καιρόν. διττὸς δὲ [[αὐτός]], ἢ ἑῷος ἢ ἑσπέριος. καὶ [[ἄλλως]] δὲ, ἀμολγὸς νυκτὸς τὸ πυκνὸν ... Ἀχαιοὶ δὲ ... ἀμολγὸν τὴν ἀκμήν φασιν, ὡς εἶναι νυκτὸς ἀμολγὸν τὴν ἀκμὴν ἤτοι τὸ μέσον Eust.1018.22, cf. 1255.5, [[ἀμολγός]]· σημαίνει ... ἀωρίαν, σκότος <i>EM</i> 1114, cf. 1098.<br /><b class="num">2</b> [[ordeñador]] ἀ., ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα <i>EM</i> 129.8G.<br /><b class="num">•</b>fig. [[chupón]], [[explotador]] de políticos ἀμολγοί· οἱ ἀμέλγοντες τὰ κοινὰ καὶ διαφοροῦντες τὰ δημόσια Paus.Gr.α 90, cf. Hsch.s.u. ἀμολγοί, ἀμολγοὺς δὲ τοὺς ἐξαμέλγοντας καὶ ἁρπάζοντας <i>EM</i> 1114.<br /><b class="num">3</b> [[colodra]] σκεῦος ἐν ᾧ ἀμέλγουσι τὸ [[γάλα]] οἱ ποιμένες <i>EM</i> 1114<br /><b class="num">•</b>[[tonel]] (?) σημαίνει ... καὶ ξύλινον οἰνοφόρον <i>EM</i> 1114.<br /><b class="num">4</b> φλογμός (quizá ref. al mediodía, cf. [[ἀμολγάζει]]) <i>EM</i> 1114.<br /><b class="num">II</b> adj. -ός, -όν [[negro]] ἀμολγὸν νύκτα E.<i>Fr</i>.104, σημαίνει μέλαν <i>EM</i> 1114.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Tradicionalmente se ha rel. c. [[ἀμέλγω]], pero recientemente se ha puesto en duda, prob. con razón.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> subst.<br /><b class="num">1</b> (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῷ [[en plena noche]], [[en la oscuridad de la noche]], <i>Il</i>.11.173, 15.324, 22.28, 317, <i>Od</i>.4.841, <i>h.Merc</i>.7, <i>h.Hom</i>.18.7<br /><b class="num">•</b>[[la oscuridad (de la noche)]] προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν A.<i>Fr</i>.103, δι' ἀμολγοῦ, νυκτὸς ἐν ἡσυχίαισιν Orph.<i>H</i>.34.12, cf. quizá <i>ICr</i>.2.19.7.10 (Falasarna, Creta IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>expl. de varias maneras por los comentaristas, τῷ μεσονυκτίῳ, ἤτοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, ἐν ᾗ ἀμέλγουσιν Hsch.s.u. ἀμολγῷ, ἢ τὸν τοῦ ἀμέλγειν καιρόν. διττὸς δὲ [[αὐτός]], ἢ ἑῷος ἢ ἑσπέριος. καὶ [[ἄλλως]] δὲ, ἀμολγὸς νυκτὸς τὸ πυκνὸν ... Ἀχαιοὶ δὲ ... ἀμολγὸν τὴν ἀκμήν φασιν, ὡς εἶναι νυκτὸς ἀμολγὸν τὴν ἀκμὴν ἤτοι τὸ μέσον Eust.1018.22, cf. 1255.5, [[ἀμολγός]]· σημαίνει ... ἀωρίαν, σκότος <i>EM</i> 1114, cf. 1098.<br /><b class="num">2</b> [[ordeñador]] ἀ., ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα <i>EM</i> 129.8G.<br /><b class="num">•</b>fig. [[chupón]], [[explotador]] de políticos ἀμολγοί· οἱ ἀμέλγοντες τὰ κοινὰ καὶ διαφοροῦντες τὰ δημόσια Paus.Gr.α 90, cf. Hsch.s.u. ἀμολγοί, ἀμολγοὺς δὲ τοὺς ἐξαμέλγοντας καὶ ἁρπάζοντας <i>EM</i> 1114.<br /><b class="num">3</b> [[colodra]] σκεῦος ἐν ᾧ ἀμέλγουσι τὸ [[γάλα]] οἱ ποιμένες <i>EM</i> 1114<br /><b class="num">•</b>[[tonel]] (?) σημαίνει ... καὶ ξύλινον οἰνοφόρον <i>EM</i> 1114.<br /><b class="num">4</b> φλογμός (quizá ref. al mediodía, cf. [[ἀμολγάζει]]) <i>EM</i> 1114.<br /><b class="num">II</b> adj. -ός, -όν [[negro]] ἀμολγὸν νύκτα E.<i>Fr</i>.104, σημαίνει μέλαν <i>EM</i> 1114.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Tradicionalmente se ha rel. c. [[ἀμέλγω]], pero recientemente se ha puesto en duda, prob. con razón.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμολγός]], ο (Α)<br /><b>νεοελλ.</b><br />νυχτερινό [[άρμεγμα]] (Παπαδιαμ. Γ 339)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στον Όμηρο [[πάντοτε]] στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη [[μέση]], στην [[καρδιά]] της νύχτας<br />λέγεται [[επίσης]] για το [[λυκαυγές]], όταν φαίνεται η [[Αφροδίτη]], ή για το [[λυκόφως]], όταν ανατέλλει το [[φθινόπωρο]] ο [[Σείριος]]<br /><b>2.</b> (στον Ευριπίδη και ως επίθ.) «νὺξ [[ἀμολγός]]», ζοφερή, σκοτεινή [[νύχτα]]<br /><b>3.</b> [[κατά]] το <i>Ετυμολογικόν Μέγα</i>, και το [[σκεύος]] [[μέσα]] στο οποίο αρμέγουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. αβέβαιης σημασίας και ετυμολογίας. Απαντά σε Όμηρο, Αισχύλο, Ευριπίδη και στους Ορφικούς ύμνους. Η [[άποψη]] ότι δηλώνει αποκλειστικά την ώρα [[εκείνη]] της νύχτας [[κατά]] την οποία αρμέγουν τα ζώα (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμέλγω]] «[[αρμέγω]]») δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Κατά τον Ησύχιο η λ. στη [[φράση]] του Ευριπίδη «[[νύκτα]] ἀμολγὸν» σημαίνει «[[νύκτα]] ζοφερή, σκοτεινή». Επίσης ο <b>Ευστ.</b> αναφέρει ότι η λ. [[είναι]] αχαϊκή σημαίνουσα την [[ακμή]]. Αυτό οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η [[φράση]] «νυκτὸς ἀμολγὸν» (Αισχύλος) σημαίνει την [[ακμή]] ή το σκοτεινότατο [[μέρος]] της νύχτας. Στην αρχική [[έννοια]] της [[ακμής]] εν σχέσει [[προς]] το [[σκοτάδι]] οφείλεται και η [[σημασία]] του ομηρικού [[ἀμολγός]] «βαθύ, πυκνό νυχτερινό [[σκοτάδι]]». Επίσης η [[έννοια]] της [[ακμής]] από το ότι η λ. <i>ἀμολγὸς</i> συνδέεται με τη [[στιγμή]] του αρμέγματος, [[οπότε]] οι μαστοί του ζώου [[είναι]] γεμάτοι από [[γάλα]], θα μπορούσε να οδηγήσει και στην [[έννοια]] της αφθονίας. Πιθανότερη [[πάντως]] θεωρείται η [[σημασία]] «βραδινό [[άρμεγμα]]» ή «[[άρμεγμα]] [[κατά]] την ώρα που πέφτει το [[σκοτάδι]]». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τ. <i>ἀμολγὸς</i> συνδέεται [[προς]] τα νεοελλ. [[μούργος]], <i>μουργός</i> (ή <i>μουργκός</i>) «[[σκοτεινός]], [[σκούρος]]», <i>μούργι</i> «[[σκοτάδι]] της νύχτας», <i>μουργίζει</i> (και <i>μουργκίζει</i> &GT; <i>μούργκισμα</i>), <i>μουργώνει</i> και <i>μουργιάζει</i> (&GT; <i>μούργιασμα</i>) «πέφτει το [[σκοτάδι]]». Κατά τον Κουρμούλη, η [[ερμηνεία]] τών νεοελλ. τύπων έχει άμεση [[σχέση]] με την [[παρατήρηση]] ότι στον Ησύχιο [[μεταξύ]] του Ομηρικού <i>ἀμολγὸς</i> και του νεοελλ. <i>μουργός</i> παρεμβάλλεται τ. <i>μοργός</i> και σημαίνει «[[μαύρος]]» συμπίπτοντας [[έτσι]] σημασιολογικά με το [[ἀμολγός]]. Μάλιστα ο τ. <i>μοργός</i> φαίνεται να [[είναι]] και ο αρχαιότερος, [[καθώς]] συνδέεται με το βορειογερμ. <i>myrk</i>-<i>r</i>. παλ. σαξων. <i>mirki</i> «[[σκοτεινός]]». Η Νεοελληνική διέσωσε τη λ. με όλες τις παραδεδομένες σημασίες της. Πρβλ. <i>αλμεγός</i>, [[αμουργός]], [[αρμεγός]], που σημαίνουν την ώρα του αρμέγματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμολγάδες]] (<i>βόες</i>), [[ἀμολγάζει]], <i>ἀμολγαίη</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀμολγαῖος]].
}}
}}