αμυλάσες: Difference between revisions

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Greek Monolingual

οι βιοχ.
κατηγορία ενζύμων (υδρολασών) που μετατρέπουν το άμυλο και το γλυκογόνο (ζωικό άμυλο) στα σάκχαρα μαλτόζη και γλυκόζη κατά τη διαδικασία της πέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο(ν) + κατάλ. -άσες, πληθ. του -άση, πρβλ. αγγλ. amylase(s)].