άμυλο

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

το (Α ἄμυλον)
1. το άλευρο που εξάγεται από το σιτάρι, αφού μεταβληθεί σε γαλακτώδη πολτό, ξεραθεί και κονιοποιηθεί, καταστατό, νισεστές
2. λεπτόκοκκο αλεύρι, άχνη
3. βιοχ.
λευκή, άοσμη, άγευστη υδατανθρακική ουσία, υπό μορφή κόκκων (αμυλοκόκκων) ή σκόνης. Λαμβάνεται από τα φυτά και αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό της ανθρώπινης δίαιτας. Χρησιμεύει ως πηγή ενέργειας και είναι το αντίστοιχο του γλυκογόνου των ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμυλος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυλάσες, αμυλόζη.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμυλάλευρο, αμυλοβακτήριο, αμυλόγαλα, αμυλοδεξτρίνη, αμυλοειδής, αμυλόζη, αμυλόκοκκος, αμυλόκολλα, αμιλόκομμι, αμυλόκονις, αμυλολευκίτης, αμυλόλυση, αμυλολυτικός, αμυλοπηκτίνη, αμυλοπλασία, αμυλοπλάστης, αμυλοσάκχαρο, αμυλοσιρόπιο, αμυλουρία, αμυλούχος, αμυλοφωσφορυλάσες, αμυλοψίνη].