ἀναψυκτικός: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(6_11)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναψύχειν, δροσιστικός, Γαλην.
|lstext='''ἀναψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναψύχειν, δροσιστικός, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναψυκτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναψύχει, [[δροσιστικός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 216] abkühlend, erfrischend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναψυκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναψύχειν, δροσιστικός, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναψυκτικός, -ή, -όν)
αυτός που αναψύχει, δροσιστικός.