δροσιστικός

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή και -ιά, -ό
αυτός που δροσίζει, ο αναψυκτικός («δροσιστικά ποτά»).