ἀνεπισκότητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(big3_4)
(4)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no oscurecido o tapado]] por interposición de otro cuerpo τὸ μέλλον ὀφθήσεσθαι Gal.3.817<br /><b class="num">•</b>ref. al sol [[despejado]] καθαρὸς μὲν γὰρ καὶ ἀ. καὶ εὐσταθής Ptol.<i>Tetr</i>.2.14.2.<br /><b class="num">2</b> [[no mancillado]] παρθενία Hyper.<i>Mon</i>.M.79.1480A.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no oscurecido o tapado]] por interposición de otro cuerpo τὸ μέλλον ὀφθήσεσθαι Gal.3.817<br /><b class="num">•</b>ref. al sol [[despejado]] καθαρὸς μὲν γὰρ καὶ ἀ. καὶ εὐσταθής Ptol.<i>Tetr</i>.2.14.2.<br /><b class="num">2</b> [[no mancillado]] παρθενία Hyper.<i>Mon</i>.M.79.1480A.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπισκότητος]] και [[ἀνεπισκότιστος]], -ον (AM)<br />αυτός τον οποίο δεν επισκοτίζει, δεν αμαυρώνει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να αμαυρώσει [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπισκότητος Medium diacritics: ἀνεπισκότητος Low diacritics: ανεπισκότητος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΚΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anepiskótētos Transliteration B: anepiskotētos Transliteration C: anepiskotitos Beta Code: a)nepisko/thtos

English (LSJ)

ον,

   A not obscured or overcluded, Gal.UP10.2, Ptol. Tetr.100, Heph. Astr.1.25; and so prob.Procl.Par.Ptol.144 (-ιστος codd.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπισκότητος: -ον, ὁ μὴ ἐπισκοτιζόμενος, Γαλην. κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 no oscurecido o tapado por interposición de otro cuerpo τὸ μέλλον ὀφθήσεσθαι Gal.3.817
ref. al sol despejado καθαρὸς μὲν γὰρ καὶ ἀ. καὶ εὐσταθής Ptol.Tetr.2.14.2.
2 no mancillado παρθενία Hyper.Mon.M.79.1480A.

Greek Monolingual

ἀνεπισκότητος και ἀνεπισκότιστος, -ον (AM)
αυτός τον οποίο δεν επισκοτίζει, δεν αμαυρώνει ή δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσει κάτι.