ἀνοσήλευτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(big3_4) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[desatendido]]de un enfermo, S.<i>Fr</i>.264. | |dgtxt=-ον [[desatendido]]de un enfermo, S.<i>Fr</i>.264. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνοσήλευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν νοσηλεύθηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται [[νοσηλεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A untended, S.Fr.264.
Spanish (DGE)
-ον desatendidode un enfermo, S.Fr.264.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνοσήλευτος, -ον)
αυτός που δεν νοσηλεύθηκε
νεοελλ.
(για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται νοσηλεία.