ἀργυροφάλαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6_18)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠροφάλᾰρος''': -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.
|lstext='''ἀργῠροφάλᾰρος''': -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀργυροφάλαρος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει ασημένια [[διακόσμηση]] στα [[χάμουρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροφάλᾰρος Medium diacritics: ἀργυροφάλαρος Low diacritics: αργυροφάλαρος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΦΑΛΑΡΟΣ
Transliteration A: argyrophálaros Transliteration B: argyrophalaros Transliteration C: argyrofalaros Beta Code: a)rgurofa/laros

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A with silver trappings, ἱππεῖς Plb.30.25.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροφάλᾰρος: -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.

Greek Monolingual

ἀργυροφάλαρος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει ασημένια διακόσμηση στα χάμουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + φάλαρα (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»].