αρχοντόπουλο: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(6)
(No difference)

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
το παιδί που κατάγεται από άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + -πουλο (κατάλ. ουδ. ουσ. με σημασία «μικρό, παιδί» — πρβλ. βασιλόπουλο, ελληνόπουλο, κεφαλόπουλο)].