κεφαλόπουλο
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
το
μικρός κέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πουλο (< -πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»), πρβλ. αϊτόπουλο, ορνιθόπουλο].