ἀφαιρέτης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(big3_8)
(7)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que quita o se lleva]] c. gen. χρόνων de Saturno, Vett.Val.54.16, cf. Ptol.<i>Tetr</i>.4.6.1, ἐγὼ ἁμαρτιῶν [[ἔνοχος]], αὐτὸς δὲ ἁμαρτιῶν ἀ. Hippol.<i>Theoph</i>.3<br /><b class="num">•</b>[[ladrón]] λωποδύτης ὁ τούτων ἀ., λῃστής Sch.<i>Od</i>.13.224, Sud.s.u. [[ἐξαίτης]].
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que quita o se lleva]] c. gen. χρόνων de Saturno, Vett.Val.54.16, cf. Ptol.<i>Tetr</i>.4.6.1, ἐγὼ ἁμαρτιῶν [[ἔνοχος]], αὐτὸς δὲ ἁμαρτιῶν ἀ. Hippol.<i>Theoph</i>.3<br /><b class="num">•</b>[[ladrón]] λωποδύτης ὁ τούτων ἀ., λῃστής Sch.<i>Od</i>.13.224, Sud.s.u. [[ἐξαίτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀφαιρέτης]], ο (Μ) [[αφαιρώ]]<br />αυτός που αφαιρεί [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαιρέτης Medium diacritics: ἀφαιρέτης Low diacritics: αφαιρέτης Capitals: ΑΦΑΙΡΕΤΗΣ
Transliteration A: aphairétēs Transliteration B: aphairetēs Transliteration C: afairetis Beta Code: a)faire/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who deprives, χρόνων Vett.Val.55.18, cf. Ptol.Tetr.189, Sch. Od.13.224, Suid. s.v. ἐξαίτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαιρέτης: ὁ, ὁ ἀφαιρῶν ἢ ἁρπάζων τι, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ν.224, Σουΐδ. ἐν λέξει ἐξαίτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que quita o se lleva c. gen. χρόνων de Saturno, Vett.Val.54.16, cf. Ptol.Tetr.4.6.1, ἐγὼ ἁμαρτιῶν ἔνοχος, αὐτὸς δὲ ἁμαρτιῶν ἀ. Hippol.Theoph.3
ladrón λωποδύτης ὁ τούτων ἀ., λῃστής Sch.Od.13.224, Sud.s.u. ἐξαίτης.

Greek Monolingual

ἀφαιρέτης, ο (Μ) αφαιρώ
αυτός που αφαιρεί κάτι.