αυτοδίδακτος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(7) |
(No difference)
|
Revision as of 07:00, 29 September 2017
Greek Monolingual
και -χτος, -η, -ο (AM αὐτοδίδακτος, -ον)
αυτός που έμαθε κάτι μόνος του
αρχ.
έμφυτος, ενστικτώδης.