αυτοδίδακτος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(7)
(No difference)

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (AM αὐτοδίδακτος, -ον)
αυτός που έμαθε κάτι μόνος του
αρχ.
έμφυτος, ενστικτώδης.