Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
-η, -ο (AM ἐμφυτος, -ον)
εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος
γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας τών τευθρηνιδών
αρχ.
1. αυτός που υπάρχει από τον θεό
2. κατάφυτος.
επίρρ...
εμφύτως
με τρόπο έμφυτο, από τη φύση, φυσικά.