Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(7) |
(No difference)
|
βάκχειος και βακχεῑος και Βάκχιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βάκχο ή στις τελετές του
2. μανιώδης, ενθουσιώδης
3. το αρσ. ως ουσ. Βάκχιος, ο
Βάκχος
β) ο βακχεῑος, (ενν. πους)
μετρική μονάδα με τρεις συλλαβές - - ∪ ή ∪ - -.