γαλίοψις: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(6_8)
(8)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαλίοψις''': -εως, ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ νεκροῦ φέροντος ὀρθίας τρίχας ἀκανθιζούσας (κνίδης [[εἶδος]]), Διοσκ. 4. 95.
|lstext='''γαλίοψις''': -εως, ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ νεκροῦ φέροντος ὀρθίας τρίχας ἀκανθιζούσας (κνίδης [[εἶδος]]), Διοσκ. 4. 95.
}}
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γαλέοψις]].
}}
}}

Latest revision as of 07:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 472] ἡ, ein der Nessel ähnliches Kraut, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

γαλίοψις: -εως, ἡ, εἶδος φυτοῦ νεκροῦ φέροντος ὀρθίας τρίχας ἀκανθιζούσας (κνίδης εἶδος), Διοσκ. 4. 95.

Greek Monolingual

η
βλ. γαλέοψις.