γιγαντώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(6_7)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γῐγαντώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) γιγάντειος, Ἑβδ. (Σειρ. κγ', 4), Φίλων 2. 117.
|lstext='''γῐγαντώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) γιγάντειος, Ἑβδ. (Σειρ. κγ', 4), Φίλων 2. 117.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[γιγαντώδης]], -ες)<br />[[γιγάντειος]], αυτός που μοιάζει με γίγαντα.
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γῐγαντώδης: -ες, (εἶδος) γιγάντειος, Ἑβδ. (Σειρ. κγ', 4), Φίλων 2. 117.

Greek Monolingual

-ες (AM γιγαντώδης, -ες)
γιγάντειος, αυτός που μοιάζει με γίγαντα.