γιγαντώδης
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
Greek (Liddell-Scott)
γῐγαντώδης: -ες, (εἶδος) γιγάντειος, Ἑβδ. (Σειρ. κγ', 4), Φίλων 2. 117.
Greek Monolingual
-ες (AM γιγαντώδης, -ες)
γιγάντειος, αυτός που μοιάζει με γίγαντα.