γυμνόσπερμος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(big3_10)
 
(8)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />bot. [[gimnospermo]] e.e. [[que tiene las semillas al descubierto]] τῶν ... δένδρων οὐδὲν γυμνόσπερμον ἀλλ' ἢ σαρξὶ περιεχόμενον ἢ κελύφεσιν Thphr.<i>HP</i> 1.11.3, op. ἐναγγειόσπερμα y ἐνυμενόσπερμα Thphr.<i>HP</i> 8.3.4.
|dgtxt=-ον<br />bot. [[gimnospermo]] e.e. [[que tiene las semillas al descubierto]] τῶν ... δένδρων οὐδὲν γυμνόσπερμον ἀλλ' ἢ σαρξὶ περιεχόμενον ἢ κελύφεσιν Thphr.<i>HP</i> 1.11.3, op. ἐναγγειόσπερμα y ἐνυμενόσπερμα Thphr.<i>HP</i> 8.3.4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[γυμνόσπερμος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει [[σπέρμα]] [[χωρίς]] [[θήκη]] ή [[περικάρπιο]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ον
bot. gimnospermo e.e. que tiene las semillas al descubierto τῶν ... δένδρων οὐδὲν γυμνόσπερμον ἀλλ' ἢ σαρξὶ περιεχόμενον ἢ κελύφεσιν Thphr.HP 1.11.3, op. ἐναγγειόσπερμα y ἐνυμενόσπερμα Thphr.HP 8.3.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γυμνόσπερμος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει σπέρμα χωρίς θήκη ή περικάρπιο.