Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικάρπιο

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

το / περικάρπιον, ΝΑ
βοτ. το σύνολο τών εξωτερικών περιβλημάτων του καρπού που προέρχονται από τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται η ωοθήκη μετά την γονιμοποίηση, η θήκη του καρπού ή του σπόρου, το λέπυρο
νεοελλ.
ανατ. το μέρος του χεριού που βρίσκεται γύρω από τον καρπό
αρχ.
χρυσό ή μεταλλικό βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καρπός (πρβλ. μετακάρπιον)].