δερματοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(big3_10)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[vendedor de pieles]], <i>Gloss</i>.2.268.
|dgtxt=-ου, ὁ [[vendedor de pieles]], <i>Gloss</i>.2.268.
}}
{{grml
|mltxt=ο<br />[[πωλητής]] δερμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de pieles, Gloss.2.268.

Greek Monolingual

ο
πωλητής δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].