δευτερόκλιτος: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(6_19) |
(9) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δευτερόκλιτος''': -ον, τῆς δευτέρας κλίσεως, Γραμμ. | |lstext='''δευτερόκλιτος''': -ον, τῆς δευτέρας κλίσεως, Γραμμ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ον (AM [[δευτερόκλιτος]], -ον)<br />(για ονόματα) αυτός που ανήκει στη δεύτερη [[κλίση]] της αρχαίας ελληνικής γραμματικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό <i>Φιλίστωρ</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:03, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 553] von der 2. Deklination, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερόκλιτος: -ον, τῆς δευτέρας κλίσεως, Γραμμ.
Greek Monolingual
-η, -ον (AM δευτερόκλιτος, -ον)
(για ονόματα) αυτός που ανήκει στη δεύτερη κλίση της αρχαίας ελληνικής γραμματικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό Φιλίστωρ].