δευτερόκλιτος

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

German (Pape)

[Seite 553] von der 2. Deklination, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

δευτερόκλιτος: -ον, τῆς δευτέρας κλίσεως, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ον (AM δευτερόκλιτος, -ον)
(για ονόματα) αυτός που ανήκει στη δεύτερη κλίση της αρχαίας ελληνικής γραμματικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό Φιλίστωρ].