διονυσιακός: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(Bailly1_2) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne Dionysos <i>ou</i> les Dionysies.<br />'''Étymologie:''' [[Διόνυσος]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne Dionysos <i>ou</i> les Dionysies.<br />'''Étymologie:''' [[Διόνυσος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διονυσιακός]], -ή, -όν) [[Διονύσια]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα [[Διονύσια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενθουσιώδης]], [[οργιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Διονυσιακά</i><br />επικά ποιήματα με θέματα από τη [[μυθολογία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>διονυσιακόν</i><br /><i>ο</i> [[καρπός]] του κισσού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διονυσιακοὶ τεχνῑται» — οι καλλιτέχνες που μετέχουν στις διονυσιακές γιορτές. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne Dionysos ou les Dionysies.
Étymologie: Διόνυσος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διονυσιακός, -ή, -όν) Διονύσια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια
νεοελλ.
ενθουσιώδης, οργιαστικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά
επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία του Διονύσου
2. το ουδ. εν. ως ουσ. διονυσιακόν
ο καρπός του κισσού
3. φρ. «διονυσιακοὶ τεχνῑται» — οι καλλιτέχνες που μετέχουν στις διονυσιακές γιορτές.