δυσανάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_17)
(9)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσανάκρῐτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνακρινόμενος ἢ ἐξεταζόμενος, [[δυσδιάγνωστος]], ποιητ. δυσάγκριτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 126.
|lstext='''δυσανάκρῐτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνακρινόμενος ἢ ἐξεταζόμενος, [[δυσδιάγνωστος]], ποιητ. δυσάγκριτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 126.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσανάκριτος]], -ον και [[δυσάγκριτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καθορίζεται δύσκολα, [[δυσδιάγνωστος]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσανάκρῐτος Medium diacritics: δυσανάκριτος Low diacritics: δυσανάκριτος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: dysanákritos Transliteration B: dysanakritos Transliteration C: dysanakritos Beta Code: dusana/kritos

English (LSJ)

ον,

   A hard to determine: poet. δῠσανα-άγκρῐτος, πόνοι A.Supp.126 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσανάκρῐτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀνακρινόμενος ἢ ἐξεταζόμενος, δυσδιάγνωστος, ποιητ. δυσάγκριτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 126.

Greek Monolingual

δυσανάκριτος, -ον και δυσάγκριτος, -ον (Α)
αυτός που καθορίζεται δύσκολα, δυσδιάγνωστος.