δύσθρους: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(Bailly1_2)
 
(10)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>c.</i> [[δύσθροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>c.</i> [[δύσθροος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δύσθρους]], -ουν και [[δύσθροος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
c. δύσθροος.

Greek Monolingual

δύσθρους, -ουν και δύσθροος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.