εθνόσημο: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(10)
(No difference)

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
1. διακριτικό σύμβολο ή έμβλημα έθνους
2. σήμα στη στολή ή στο πηλίκιο στρατιωτικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. cocarde «κο(ν)κάρδα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].