ἐλεγκτός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν [[censurable]], [[reprobable]], Hsch. | |dgtxt=-ή, -όν [[censurable]], [[reprobable]], Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός ο [[οποίος]] μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit to be refuted or worthy of reproof, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ ἐλέγχω, ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν censurable, reprobable, Hsch.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλεγκτός, -ή, -όν)
αυτός ο οποίος μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.